ἀναγνωρίσω

ἀναγνωρίσω
ἀ̱ναγνωρίσω , ἀναγνωρίζω
recognize
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναγνωρίζω
recognize
aor subj act 1st sg
ἀναγνωρίζω
recognize
fut ind act 1st sg
ἀναγνωρίζω
recognize
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναγνωρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. γνωρίζω πάλι κάποιον ή κάτι που γνώρισα πρωτύτερα: Άλλαξες πολύ, κόντεψε να μη σε αναγνωρίσω. 2. παραδέχομαι κάτι ως αληθινό, έγκυρο: Αναγνωρίζω την υπογραφή μου. 3. δε λησμονώ, δεν αρνούμαι: Αναγνωρίζω το ενδιαφέρον σου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομάζω — τρόμαξα, τρομαγμένος 1. μτβ., φοβίζω κάποιον ξαφνικά ή δυνατά, τον αλαφιάζω: Δε σε κατάλαβα και με τρόμαξες. 2. αμτβ., κυριεύομαι ξαφνικά από φόβο, πανικοβάλλομαι: Τρόμαξα μόλις τον είδα έτσι. 3. συναντώ μεγάλη δυσκολία σε κάτι, κάνω κάτι με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”